- πενταφυλία
- πεντα-φῡλία, ἡ,A five-fold order of priests in Egypt, OGI111.20 (ii B.C., prob. rest.), BGU149.6 (ii/iii A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενταφυλία — ἡ, Α (στην Αίγυπτο) η πέμπτη τάξη τού ιερατείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φυλία (< φυλος < φῦλον / φυλή), πρβλ. τρι φυλία] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek